- κουρφός
- -ή, -όβλ. κρυφός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουρφεύω — και κουρφεύγω και κρουφεύγω [κουρφός] 1. κρατώ κάτι μυστικό, κρύβω κάτι («ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο παλάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέσ. κουρφεύομαι μένω άγνωστος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρφεμένος, η, ο(ν) κρυφός, μυστικός … Dictionary of Greek
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek